φρόνιν

φρόνιν
φρόνις
prudence
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίοιδα — Α (επικ. τ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. γνωρίζω πολύ καλά («ἐπεὶ περίοιδε νοῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έμπειρος («καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη», Ομ. Οδ.) 3. υπερτερώ στη γνώση («ἐπεὶ περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἶδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”